ευπολίδειος

ευπολίδειος
εὐπολίδειος, -ον (Α) [Εύπολις]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Εύπολι
2. φρ. «εὐπολίδειον (μέτρον)» — μέτρο τής αρχαίας μετρικής που σύγκειται από το τρίτο γλυκώνειο και την καταληκτική τροχαϊκή τετραποδία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Εὐπολίδειος — in the style of Eupolis masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπολίδειον — Εὐπολίδειος in the style of Eupolis masc/fem acc sg Εὐπολίδειος in the style of Eupolis neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐπολιδείου — Εὐπολίδειος in the style of Eupolis masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”